- περιφήμιστος
- -ον, Μ [περιφημίζω]περίφημος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περιφήμιστον — περιφήμιστος famous masc/fem acc sg περιφήμιστος famous neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιφήμιστα — περιφήμιστος famous neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)